(νηδύς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δοιοτόκος — δοιοτόκος, η (Α) η διδυμοτόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοιοί + τοκος < τίκτω] … Dictionary of Greek
δοιοτόκῳ — δοιοτόκος bearing twins masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)